- ἀμεύσιμος
- ἀμεύσιμοςpassablemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμεύσιμος — ἀμεύσιμος, ον (Α) [ἀμεύομαι] πορεύσιμος, διαπερατός, διαβατός … Dictionary of Greek
ἀμεύσιμον — ἀμεύσιμος passable masc/fem acc sg ἀμεύσιμος passable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… … Dictionary of Greek